- πολυ-κλαδής
πολυ-κλαδής, ές, = πολύκλαδος, Theophr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κλαδής, ές, = πολύκλαδος, Theophr., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικλαδής — ές, Α αυτός που έχει ολόγυρα κλαδιά, φουντωτός («φύλλα... περικλαδέος πέσεν ὕλης», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεο κλαδής, πολυ κλαδής] … Dictionary of Greek
νεοκλαδής — νεοκλαδής, ές και νεόκλαδος, ον (Α) αυτός που έχει νέα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κλαδής / κλαδος (< κλάδος), πρβλ. πολυ κλαδής] … Dictionary of Greek
πολυκλαδής — ές, Α πολύκλαδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεο κλαδής] … Dictionary of Greek