- πολυ-ελκής
πολυ-ελκής, ές, mit vielen Geschwüren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ελκής, ές, mit vielen Geschwüren, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοελκής — ἰσοελκής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ελκής (< ἕλκω), πρβλ. κακο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
κακοελκής — και κακελκής, ές (Α) αυτός που πάσχει από κακόηθες έλκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. ισο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
πολυελκής — ές, Α αυτός που έχει πολλά έλκη, πολλές πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ελκής (< ἕλκος), πρβλ. δυσ ελκής] … Dictionary of Greek