- πολυ-κλείδωτος
πολυ-κλείδωτος, viel od. sehr verschlossen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κλείδωτος, viel od. sehr verschlossen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκλείδωτος — ον, Μ 1. αυτός που έχει κλειδωθεί πολλές φορές ή με πολλά κλειδιά 2. πολύ καλά κλειδωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλειδωτός (< κλειδῶ «κλειδώνω»)] … Dictionary of Greek