- πολυ-γλυφής
πολυ-γλυφής, ές, mit vielem Schnitzwerk, Nonn. D. 3, 432. 4, 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γλυφής, ές, mit vielem Schnitzwerk, Nonn. D. 3, 432. 4, 204.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεογλυφής — νεογλυφής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από τον γλύπτη πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. πολυ γλυφής] … Dictionary of Greek
πολυγλυφής — ές, ΜΑ 1. (για γλυπτά και αρχιτεκτονικά έργα) αυτός που έχει πολλές γλυπτικές παραστάσεις 2. ο στολισμένος με γλυπτικό διάκοσμο («πολυγλυφέων πυλεώνων», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. νεο γλυφής] … Dictionary of Greek