- πολυ-κερδής
πολυ-κερδής, ές, sehr schlau, listig, νόος, Od. 13, 255; auch von vielem Gewinn, sehr vortheilhaft, Man. 1, 132 Dionys. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κερδής, ές, sehr schlau, listig, νόος, Od. 13, 255; auch von vielem Gewinn, sehr vortheilhaft, Man. 1, 132 Dionys. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκερδής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος 2. αυτός που κερδίζει πολλά αρχ. 1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.). επίρρ... πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ κατά τρόπο πολυκερδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek