- πολυ-κατ-έργαστος
πολυ-κατ-έργαστος, vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κατ-έργαστος, vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… … Dictionary of Greek