- πολυ-γύνης
πολυ-γύνης, ὁ, = πολυγύναιξ, Poll. 6, 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γύνης, ὁ, = πολυγύναιξ, Poll. 6, 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταγύνης — καταγύνης, ὁ (Α) αυτός που ασχολείται μόνο με τις γυναίκες, ο γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γύνης (< γυνή), πρβλ. ανδρο γύνης, πολυ γύνης] … Dictionary of Greek
πολυγύνης — ὁ, Α πολυγύναιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύνης (< γυνή), πρβλ. μισο γύνης] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
φιλογύνης — ο, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν πάρα πολύ οι γυναίκες, λάτρης τού γυναικείου φύλου, γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύνης (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο γύνης] … Dictionary of Greek