- πολυ-κύμων
πολυ-κύμων, viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κύμων, viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκύμων — (I) ύκυμον, Α πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)]. (II) ύκυμον, Α καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύμων (< κῦμα… … Dictionary of Greek
λευκοκύμων — λευκοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) λευκός από τον αφρό τών κυμάτων («λευκοκύμοσιν... ᾐόσιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κύμων < κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] … Dictionary of Greek
μεγαλοκύμων — μεγαλοκύμων, ον (ΑM) αυτός που σηκώνει μεγάλα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κυμων (< κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] … Dictionary of Greek
μυριοκύμων — μυριοκύμων, ὁ και ἡ (Μ) αυτός που έχει ή ξεσηκώνει αναρίθμητα κύματα («μυριοκύμων κλύδων», Κ. Μανασσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κύμων (< κύμα), πρβλ. πολυ κύμων] … Dictionary of Greek
πρωτοκύμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που για πρώτη φορά κυοφορεί («νεανίσκος ἔρωτος πρωτοκύμων οὐ δεῑται διδασκαλίας πρὸς τὸν τοκετόν», Αχιλλ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο, βλαστάρι»), πρβλ. πολυ κύμων] … Dictionary of Greek
στενοκύμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει κύματα μέσα σε στενά («στενοκύμων πορθμός», Αρχέστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), πρβλ. πολυ κύμων (Ι)] … Dictionary of Greek