- πολυ-κόλλητος
πολυ-κόλλητος, viel geleimt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κόλλητος, viel geleimt (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… … Dictionary of Greek
κολλητός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κολλημένος, αυτός που έχει συνδεθεί με κόλλα: Τα παπούτσια αυτά δεν είναι καρφωτά, αλλά κολλητά. 2. αυτός που είναι πολύ κοντά σε άλλον: Το σπίτι μας είναι κολλητό με το σπίτι του υπουργού. – Καθόμαστε κολλητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυκόλλητος — ον, Α συγκολλημένος από πολλά κομμάτια, κατασκευασμένος από πολλά κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κολλητός (< κολλῶ), πρβλ. χρυσο κόλλητος] … Dictionary of Greek