πολυ-γόνατον

πολυ-γόνατον

πολυ-γόνατον, τό, das Vielknotige, ein Kraut, Diosc., convallaria po lygonatum, Linn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • ολιγογόνατος — ὀλιγογόνατος, ον (Α) (για καλάμι) αυτός που έχει λίγα γόνατα, δηλ. λίγους κόμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γόνατον, πρβλ. πολυ γόνατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”