- πολυ-γράμματος
πολυ-γράμματος, von vieler Wissenschaft; Ar. bei Plut. Pericl. 26; neben μεμουσωμένος, Plut. adv. Col. 26, u. öfter; im compar., Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γράμματος, von vieler Wissenschaft; Ar. bei Plut. Pericl. 26; neben μεμουσωμένος, Plut. adv. Col. 26, u. öfter; im compar., Philostr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυγράμματος — η, ο / πολυγράμματος, ον, ΝΜΑ (για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματα αρχ. 1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας 2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος»,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek
δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρεθύμνου — H ιστορία της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής του Pεθύμνου ξεκίνησε το 1888, με πρωτοβουλία του Eλληνικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Pεθύμνης. Mέχρι το 1990 το μουσείο στεγαζόταν στη Λότζια, στο κέντρο της παλιάς πόλης. Tότε η συλλογή μεταφέρθηκε… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
φι — το / φεῑ, ΝΜΑ άκλ. το εικοστό πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. φρ. α) «στο πι και φι» πολύ γρήγορα, αμέσως β) «τά είπε πι και φι» μίλησε χωρίς να σκοντάψει καθόλου, σαν να διάβαζε από βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομ. τού γράμματος αυτού έχει… … Dictionary of Greek