πολυ-εργής

πολυ-εργής

πολυ-εργής, ές, = πολύεργος, φώς, Serapis ep. (VII, 400).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολιγοεργής — ὀλιγοεργής, ές (Α) (για το σώμα) αυτός που έχει μικρή δύναμη («τὸ σῶμα ὀλιγοεργές ἐστι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + εργής (< ἔργον), πρβλ. πολυ εργής] …   Dictionary of Greek

  • πολυεργής — ές, Α πολύεργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + εργής (< ἔργον), πρβλ. ολιγο εργής] …   Dictionary of Greek

  • φιλεργής — ές, Α φίλεργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εργής (< ἔργον*), πρβλ. πολυ εργής] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”