- πολυ-κρόταλος
πολυ-κρόταλος, voll Geklapper, χείρ, laut klappernd, Nonn. D. 5, 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κρόταλος, voll Geklapper, χείρ, laut klappernd, Nonn. D. 5, 154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκρόταλος — ον, Α αυτός που κροταλίζει πολύ, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόταλον (< κροτῶ), πρβλ. χρυσο κρόταλος] … Dictionary of Greek