- πολυ-βότειρα
πολυ-βότειρα, ἡ, fem. von πολυβοτήρ, Viele ernährend; bei Hom. u. Hes. stets in der ion. Form πουλυβότειρα; gew. Beiwort von χϑών, einmal auch Ἀχαιίδα πουλυβότειραν, Il. 11, 740.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βότειρα, ἡ, fem. von πολυβοτήρ, Viele ernährend; bei Hom. u. Hes. stets in der ion. Form πουλυβότειρα; gew. Beiwort von χϑών, einmal auch Ἀχαιίδα πουλυβότειραν, Il. 11, 740.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοβότειρα — λαοβότειρα, ἡ (Α) (για τη γη) αυτή που τρέφει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. πολυ βότειρα] … Dictionary of Greek
πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] … Dictionary of Greek