- πολυ-αρίθμητος
πολυ-αρίθμητος, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αρίθμητος, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαρίθμητος — ον, Α πολυάριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀριθμητός (< ἀριθμῶ), πρβλ. αν αρίθμητος, ευ αρίθμητος] … Dictionary of Greek