πολυ-ύμνητος

πολυ-ύμνητος

πολυ-ύμνητος, viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πανύμνητος — ον, ΜΑ αυτός που υμνείται από όλους («τὴν πανύμνητον ἑορτασάντων πανήγυριν», Αμφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑμνητός (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ ύμνητος] …   Dictionary of Greek

  • τελειοΰμνητος — ον, Α αυτός που έχει πλήρως υμνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + ύμνητος (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ ύμνητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυύμνητος — η, ο / πολυύμνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὑμνητός (< ὑμνῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”