- πολυ-όλβιος
πολυ-όλβιος, = πολύολβος, Orph. H. 2, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-όλβιος, = πολύολβος, Orph. H. 2, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυόλβιος — ον, ΜΑ ευδαίμων, πολύ ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄλβιος «πλούσιος, ευδαίμων, μακάριος» (πρβλ. τρισ όλβιος)] … Dictionary of Greek
πανόλβιος — ον, ΜΑ 1. πανευτυχής, παμμακάριστος 2. ευλογημένος («πανόλβιον χρῆμα», Ευνάπ.). επίρρ... πανολβίως Α με τρόπο πανόλβιο, πανευτυχώς, με κάθε ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄλβιος «ευτυχής» (πρβλ. πολυ όλβιος)] … Dictionary of Greek
υπερόλβιος — ον, ΜΑ υπέρμετρα πλούσιος και πάρα πολύ ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὄλβιος «πλούσιος, ευδαίμων»] … Dictionary of Greek