- πολυ-όνειρος
πολυ-όνειρος, mit vielen Träumen, Plut. def. orac. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-όνειρος, mit vielen Träumen, Plut. def. orac. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek
όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… … Dictionary of Greek
ονειρομαντεία — Η προφητεία του μέλλοντος με την ερμηνεία των ονείρων. Ονομάζεται επίσης ονειροκριτική ή ονειρομαντική. Ήδη από την αρχαιότητα ο άνθρωπος απέδιδε στα όνειρα επέμβαση του θείου και γενικά των απόκρυφων δυνάμεων. Διαμορφώθηκαν έτσι ορισμένοι τρόποι … Dictionary of Greek
πολυόνειρος — ον, Α αυτός που βλέπει πολλά όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄνειρον (βλ. λ. ὄναρ), πρβλ. ολιγ όνειρος] … Dictionary of Greek
Δαράκη, Ζέφη — (Αθήνα 1939 –). Βιβλιοθηκάριος και λογοτέχνης. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης του δήμου Αθηναίων, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Πολύ νωρίς, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά της σε… … Dictionary of Greek