- πολυ-όρνιθος
πολυ-όρνιθος, reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-όρνιθος, reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α ο πολυόρνιθος* («πολύορνις Λιβύη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄρνις, ιθος «πτηνό, πουλί» (πρβλ. εύ ορνις)] … Dictionary of Greek
φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] … Dictionary of Greek
ONAGER — I. ONAGER Hebr. arod, a voce dicitur, quae Latine reditus, et Pere, a cursu: quem, cum vulgaris asinus sit tarditatis indomitae, describit Oppian. l. 3. Cyneget. v. 182. Κραιπνὸν, ἀελλοπόδην, κρατερώνυχον, ὀξύτατον θεῖν. Velocem rapidum, validis… … Hofmann J. Lexicon universale
ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… … Dictionary of Greek