πολυ-ωφελής

πολυ-ωφελής

πολυ-ωφελής, ές, vielfach oder sehr nützlich; S. Emp. adv. eth. 132; Iambl.; – im adv., Ar. Thesm. 304; – superl. πολυωφελέστατος, Xen. Hipparch. 1, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυωφελής — ές, ΜΑ αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους. επίρρ... πολυωφελῶς ΜΑ κατά τρόπο πολυωφελή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • παντωφελής — ές, Μ ωφέλιμος σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. πολυ ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κατωφελής — κατωφελής, ές (Α) πολύ χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωφελής (< ὀφέλλω «αυξάνω, προκαλώ την ευημερία»), πρβλ. αν ωφελής, επ ωφελής] …   Dictionary of Greek

  • ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… …   Dictionary of Greek

  • πανωφελή — ές, Α (πιθ. γρ < ρ.) πάρα πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν ωφελής. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωφελής — μεγαλωφελής, ές (Α) εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὄφελος (πρβλ. κοιν ωφελής). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”