- πολυ-ωπής
πολυ-ωπής, ές, = πολυωπός; λίνον Theaet. Schol. 1 (VI, 27); Nic. Al. 323.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ωπής, ές, = πολυωπός; λίνον Theaet. Schol. 1 (VI, 27); Nic. Al. 323.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυωπής — ὀξυωπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.) 2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα με… … Dictionary of Greek
κοιλωπής — κοιλωπής, ές, θηλ. και κοιλῶπις, ώπιδος (Α) 1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια 2. κοίλος, βαθουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ωπής (< θ. ωπ τού ὄπωπα), πρβλ. αμβλυ ωπής, πολυ ωπής] … Dictionary of Greek
πολυωπής — (I) ές, και ποιητ. τ. θηλ. πολυωπέτις, ιδος, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπός* («ἰχθυοβόλον πολυωπές... λίνον», Ανθ. Παλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού πολυωπός, κατά τα σιγμόληκτα]. (II) ές, Α αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς («ποιμένα τού… … Dictionary of Greek