- πολυ-χώρητος
πολυ-χώρητος, vielfassend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χώρητος, vielfassend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυχώρητος — η, ο/πολυχώρητος, ον, ΝΜΑ αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωρος αρχ. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση 2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek