- πολυ-χεύμων
πολυ-χεύμων, ωνος, viel oder reichlich strömend; Schol. Theocr. 7, 6; Eumath. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χεύμων, ωνος, viel oder reichlich strömend; Schol. Theocr. 7, 6; Eumath. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιχεύμων — καλλιχεύμων, ίχευμον (Μ) αυτός που ρέει ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + χεύμων (< χεῦμα < χέω), πρβλ. βαθυ χεύμων, πολυ χεύμων] … Dictionary of Greek
μεγαλοχεύμων — μεγαλοχεύμων, ονος, ὁ, ἡ (Μ) (για ποταμούς) πολυχεύμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + χεύμων (< χεῦμα), πρβλ. βαθυ χεύμων, πολυ χεύμων] … Dictionary of Greek
υγροχεύμων — ον, Μ αυτός που χύνει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χεύμων (< χεῦμα «ρεύμα» < χέω), πρβλ. βαθυ χεύμων, πολυ χεύμων] … Dictionary of Greek
πολυχεύμων — ύχευμον, ΜΑ αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτος («πολυχεύμων πηγή», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυ χεύμων] … Dictionary of Greek