- πολυ-χρονίζω
πολυ-χρονίζω, lange dauern, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χρονίζω, lange dauern, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς … Dictionary of Greek
πολυχρονίζω — ΝΜΑ, και πολυχρονάω Ν γίνομαι πολύχρονος, ζω πολύ, διαρκώ πολύ χρόνο νεοελλ. 1. (σε ευχή) παρατείνω τον χρόνο ζωής κάποιου, καθιστώ κάποιον πολύχρονο («η Παναγία να σέ πολυχρονίζει») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένος α)… … Dictionary of Greek
υπερχρονίζω — ὑπερχρονίζω ΝΜΑ [χρονίζω] χρονίζω πάρα πολύ, διαρκώ περισσότερο από το κανονικό, καθυστερώ πάρα πολύ νεοελλ. αφήνω κάτι να ατονήσει με την παρέλευση τού χρόνου … Dictionary of Greek
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
χρονιστός — ή, όν, Α [χρονίζω] αυτός που καθυστερεί πολύ και, κατ επέκτ., αυτός που γίνεται αργά … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
μακραίνω — μάκρυνα, μακρύνθηκα, μακρυσμένος και μακρεμένος 1. μτβ., κάνω κάτι μακρύ, επιμηκύνω: Μάκρυνα τη φούστα μου. 2. παρατείνω κάτι, δίνω σε κάτι έκταση: Μάκρυνε τις διακοπές του. 3. αμτβ., γίνομαι μακρύς, επιμηκύνομαι: Τα μαλλιά μου μακραίνουν γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)