- πολυ-χρηματίζω
πολυ-χρηματίζω, f. L. für πολυχρηματέω, Strab. 9, 2, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χρηματίζω, f. L. für πολυχρηματέω, Strab. 9, 2, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek