- πολυ-χρηστία
πολυ-χρηστία, ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-χρηστία, ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοχρηστία — μονοχρηστία, ἡ (Μ) η μία μόνο χρήση, η απλή χρήση («τὸ πολύχρηστον ὄργανον εἰς μονοχρηστίαν τινὰ περιεστήσατε», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρηστία (< χρηστος < χρῶμαι), πρβλ. πολυ χρηστία] … Dictionary of Greek