- πολυ-φάνταστος
πολυ-φάνταστος, von od. mit vielen Erscheinungen, σκότος, Plut. superst. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φάνταστος, von od. mit vielen Erscheinungen, σκότος, Plut. superst. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφάνταστος — η, ο / πολυφάνταστος, ον, ΝΑ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που διαθέτει μεγάλη… … Dictionary of Greek