- πολυ-φθονερός
πολυ-φθονερός, sehr neidisch, so nannte Epikur die Dialektiker od. Megariker, D. L. 10, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φθονερός, sehr neidisch, so nannte Epikur die Dialektiker od. Megariker, D. L. 10, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφθονερός — όν, Α (προσωνυμία που αποδιδόταν από τον Επίκουρο στους οπαδούς τής Διαλεκτικής Σχολής τών Μεγάρων) εξαιρετικά φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθονερός] … Dictionary of Greek
πολυφθόνητος — ον, Α επίφθονος*, πολύ φθονερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθονητός (< φθονῶ)] … Dictionary of Greek
Ίσιδα — Αιγυπτιακή θεότητα, προστάτιδα της Αλεξάνδρειας και ιδιαίτερα των ναυτικών, οι οποίοι διέδωσαν τη λατρεία της σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο Ηρόδοτος την ταύτιζε με τη θεά Δήμητρα. Τιμήθηκε πολύ στην αρχαία Ρώμη. Από το 59 π.Χ., όμως, η… … Dictionary of Greek
Ντετούς — (Destouches, Τουρ 1680 – Φορτουαζό, Μελέν 1754). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φιλίπ Νερικό (Philippe Nericault). Ύστερα από μια μάλλον ανήσυχη εφηβεία, τον πρόσεξε στην Ελβετία ο Γάλλος πρεσβευτής και χάρη στο ενδιαφέρον… … Dictionary of Greek