πολυ-φλύᾱρος

πολυ-φλύᾱρος

πολυ-φλύᾱρος, sehr geschwätzig, Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παραμιλώ — άω 1. μιλώ πάρα πολύ, είμαι πολύ φλύαρος 2. μιλώ μόνος μου, στον εαυτό μου, μονολογώ 3. λέω ασυνάρτητα λόγια κατά τη διάρκεια τού ύπνου μου, παραληρώ …   Dictionary of Greek

  • δωδωναίος — α, ο (AM δωδωναῑος, αία, αῑον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δωδώνη αρχ. παροιμ. «δωδωναῑον χαλκεῑον» πάρα πολύ φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • μακροφλυαρήτης — μακροφλυαρήτης, ὁ (Α) ο πολύ φλύαρος, πολυλόγος σε μέγιστο βαθμό, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + φλυαρώ] …   Dictionary of Greek

  • περίλαλος — ον, Α [περιλαλώ] ο υπερβολικά λάλος, πολύ φλύαρος, πολυλογάς …   Dictionary of Greek

  • πλατυλόγος — ον, Α αυτός που μιλά πολύ, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • πολυφλύαρος — ον, Μ πάρα πολύ φλύαρος, πολυλογάς …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδόγλωσσος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που η γλώσσα του πάει σαν ψαλίδι, πολύ φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδι + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. φαρμακό γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • πολύλαλος — η, ο / πολύλαλος, ον, ΝΑ πολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”