- πολυ-φεγγής
πολυ-φεγγής, ές, viel, stark od. hell leuchtend, Ζεύς, Maneth. 2, 347. 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φεγγής, ές, viel, stark od. hell leuchtend, Ζεύς, Maneth. 2, 347. 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυφεγγής — ὀξυφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής] … Dictionary of Greek
πολυφεγγής — ές, Α εξαιρετικά λαμπρός, πολύ φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
νεοφεγγής — νεοφεγγής, ές (Α) αυτός που άρχισε να φέγγει πρόσφατα ή αυτός που φέγγει με νέα λάμψη (α. «νεοφεγγὴς μήνη» β. «νεοφεγγὴς αἴγλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής, χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek
εριφεγγής — ἐριφεγγής, ές (Α) αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι φεγγής, χρυσο φεγγής)] … Dictionary of Greek
ζαφεγγής — ζαφεγγής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο φεγγής, λαμπρο φεγγής] … Dictionary of Greek
μεγαλοφεγγής — μεγαλοφεγγής, ές (Α) αυτός που φέγγει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. νυκτο φεγγής] … Dictionary of Greek