- πολυ-φερβἠς
πολυ-φερβἠς, ές, = πολύφορβος, Nonn. D. 5, 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φερβἠς, ές, = πολύφορβος, Nonn. D. 5, 218.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφερβής — ές, ΝΜ πολύφορβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φερβής (< φέρβω «τρέφω»)] … Dictionary of Greek