- πολυ-φόρητος
πολυ-φόρητος, viel getragen, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φόρητος, viel getragen, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφόρητος — ον, Μ 1. αυτός που φέρνει πολλά 2. αυτός που περιφέρεται, που τριγυρίζει πολύ σε διάφορα μέρη 3. συνεκδ. αυτός που είναι πολύ γνωστός, πασίγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φορητός (< φέρω), πρβλ. υψι φόρητος] … Dictionary of Greek
υψιφόρητος — ον, Α 1. αυτός που φέρει προς τα ύψη, ανωφερής 2. (με παθ. σημ.) αυτός που φέρεται, που οδηγείται σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φορητός (< φέρω), πρβλ. πολυ φόρητος] … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική — Κλάδος της σύγχρονης επιστήμης. Απαρτίζεται από σύνολο μελετών και εφαρμογών που αφορούν την πραγματοποίηση και τη λειτουργία κυκλωμάτων με καθορισμένες ιδιότητες σε συσχετισμό με ηλεκτρικά ή μαγνητικά σήματα που εισάγονται σε αυτά. Για τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φωνογράφου και Παλαιών Ενθυμημάτων (Λευκάδας) — Είναι εκπληκτικό το πόσα πολλά αντικείμενα έχουν χωρέσει στα περίπου δέκα τετραγωνικά μέτρα ενός ισόγειου χώρου, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας (Κωνσταντίνου Καλκάνη 12), που καταλαμβάνει αυτό το μουσείο. Τα περισσότερα αντικείμενα … Dictionary of Greek
Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… … Dictionary of Greek