- πολυ-φραδής
πολυ-φραδής, ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωϑείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-φραδής, ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωϑείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< … Dictionary of Greek
περιφραδής — ές, Α πολύ συνετός, βαθυστόχαστος. επίρρ... περιφραδέως με πολλή σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φραδής (< *φράδος < φράζω*), πρβλ. πολυ φραδής] … Dictionary of Greek
θεοφραδής — θεοφραδής, ές (Α) 1. προφητικός 2. αυτός που λέχθηκε από θεό («θεοφραδεὶς κέλευθοι», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φραδής (< αμάρτυρο *φράδος < φράζω), πρβλ. ευ φραδής, πολυ φραδής] … Dictionary of Greek
ομοφραδής — ὁμοφραδής, ές (Α) 1. αυτός που ομιλεί μαζί ή, κατ άλλους, αυτός που ηχεί με όμοιο τρόπο («ὁμοφραδὴς ἦχος», ΕΜ) 2. σύμφωνος, ομόφωνος, τής ίδιας γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φραδής (< *φράδος < φράζω «μιλώ»), πρβλ. ολιγο φραδής, πολυ… … Dictionary of Greek
ολιγοφραδής — ὀλιγοφραδής, ές (Α) αυτός που λέει λίγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + φραδής (< φράζω), πρβλ. πολυ φραδής] … Dictionary of Greek
αριφραδής — ἀριφραδής ( οῡς), ές (Α) Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος 2. ο φωτεινός 3. ο πολύ συνετός, ο σοφός II. επίρρ. ἀριφραδέως σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»] … Dictionary of Greek