πολυ-φρόντιστος

πολυ-φρόντιστος

πολυ-φρόντιστος, genau besorgt od. erwogen Suid.; – akt., genau erwägend, bedachtsam, Θάλης, Ep. ad. 505 (VII, 84).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυφρόντιστος — ον, Α 1. αυτός που ερευνά κάτι με πολλή επιμέλεια και προσοχή, πολύ προσεκτικός, στοχαστικός 2. ο γεμάτος φροντίδες. επίρρ... πολυφροντίστως κατά τρόπο πολυφρόντιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φρόντιστος (< φροντίζω), πρβλ. α φρόντιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”