πολυ-τίμητος

πολυ-τίμητος

πολυ-τίμητος, sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; ϑεοί, Vesp. 1001; Ζεύς, Av. 667; Δημήτηρ, Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, theuer, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοτίμητος — θεοτίμητος, ον (AM, Α δωρ. τ. θεοτίματος) αυτός που αξίζει να τιμηθεί ή τιμήθηκε από τον θεό ή τους θεούς («θεοτίμητος πόλις», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τίμητος (< τιμώ), πρβλ. αν εκ τίμητος, πολυ τίμητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυτίμητος — η, ο / πολυτίμητος, ον, θηλ. και ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, ον, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τόν εκτιμούν ή τόν σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.) 2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”