- προς-αφρίζω
προς-αφρίζω, daneben, daran schäumen, mit Schaum bespritzen, Heliod. 3, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αφρίζω, daneben, daran schäumen, mit Schaum bespritzen, Heliod. 3, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που … Dictionary of Greek