- πλουτηρός
πλουτηρός, bereichernd, zum Reichthum gehörend, ἔργον, Xen. oec. 2, 10; Poll. 3, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτηρός, bereichernd, zum Reichthum gehörend, ἔργον, Xen. oec. 2, 10; Poll. 3, 110.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτηρός — ή, όν, Α αυτός που επιφέρει ή συνεπάγεται πλούτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα ηρός (πρβλ. νοσ ηρός, τολμ ηρός)] … Dictionary of Greek
πλουτηρόν — πλουτηρός enriching masc acc sg πλουτηρός enriching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… … Dictionary of Greek