πολυ-τενής

πολυ-τενής

πολυ-τενής, ές, poet. πουλυτ., viel, sehr, weit gespannt, gestreckt, D. Per. 99. 339.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυτενής — και ποιητ. τ. πουλυτενής, ές, Α πάρα πολύ εκτενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τενής (< *τένος < τείνω), πρβλ. ευθυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • υψιτενής — ές / ὑψιτενής, ές, ΝΜ αυτός που εκτείνεται σε ύψος, ψηλός. επίρρ... υψιτενώς Ν κατά τρόπο υψιτενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + τενής (< τείνω), πρβλ. πολυ τενής] …   Dictionary of Greek

  • μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”