- πολυ-τερπής
πολυ-τερπής, ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τερπής, ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιτερπής — ές, Μ πάρα πολύ ευχάριστος, τερπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. α τερπής, πολυ τερπής] … Dictionary of Greek
πολυτερπής — ές, Α 1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῑς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.) 2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τερπής (< τέρπω)] … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek