- πολυ-τόκος
πολυ-τόκος, viele Kinder oder Junge gebärend; Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τόκος, viele Kinder oder Junge gebärend; Hippocr.; Arist. H. A. 7, 4 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
πολυτόκος — η, ο / πολυτόκος, ον, ΝΑ, πολύτοκος, η, ο, Ν (κυρίως για γυναίκα) αυτός που γεννά πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως νεοελλ. μτφ. γόνιμος, καρπερός, εύφορος αρχ. (για πτηνά) αυτός που γεννά πολλά αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
παντοτόκος — ἡ, Α αυτή που γεννά τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πολυ τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
ωκυτόκος — ο / ὠκυτόκος, ον, ΝΑ (λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα αρχ. 1. (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό 2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον ο εύκολος, γρήγορος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ραμφαστός — (ramphastos). Λέγεται και ραμφαστής. Δρυοκολαπτόμορφο πουλί της οικογένειας των ραμφαστιδών. Είναι αναρριχητικό πουλί που περιλαμβάνει διάφορα είδη της Νότιας Αμερικής. Μερικά από τα είδη αυτά είναι ο ρ. ο κυβέριος, ο ρ. ο τόκος, ο αυλοκόρυγχος ο … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
διάφορο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 48 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. * * * το (AM διάφορον) τόκος χρημάτων («έβαλα τα χρήματα μου στο διάφορο») νεοελλ. 1. κέρδος, ωφέλεια,… … Dictionary of Greek
τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek