- πολυ-τροφία
πολυ-τροφία, ἡ, Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-τροφία, ἡ, Fülle der Nahrungsmittel, Theophr.; auch f. L. statt πολυστροφία, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek