- πλουσιό-δωρος
πλουσιό-δωρος, reichlich schenkend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουσιό-δωρος, reichlich schenkend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζείδωρος — η, ο (Α ζείδωρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ο ζωοδότης, ο ζωογόνος («ζείδωρος Ἠέλιος», Νόνν.) αρχ. (για τη γη), γόνιμος («ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειά + δωρος (< δώρον), πρβλ. πλουσιό δωρος, φιλό δωρος. Βλ. και ετυμολογία… … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek