- πολυ-σύν-θετος
πολυ-σύν-θετος, vielfach zusammengesetzt, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σύν-θετος, vielfach zusammengesetzt, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
κουφοσύνθετος — κουφοσύνθετος, ον (Μ) επισφαλής, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + σύν θετος (< σύνθετος), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek