- πολυ-σχήμων
πολυ-σχήμων, ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σχήμων, ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροσχήμων — ἑτεροσχήμων, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος 2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα. επίρρ... ἑτεροσχημόνως (Α) με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ… … Dictionary of Greek
πολυσχήμων — ον, Α αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος. επίρρ... πολυσχημόνως Α με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek