πολυ-σχιδής

πολυ-σχιδής

πολυ-σχιδής, ές, vielfach gespalten od. getheilt; πόδες, Arist. part. anim. 1, 3; ῥάκος, Luc. de merc. cond. 39; σανδάλια, bei Ath. VI, 259 c; γνῶμαι, S. Emp. adv. math. 7, 349.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγασχιδής — μεγασχιδής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλο σχίσμα, που είναι σχισμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • ευσχιδής — εὐσχιδής, ές (ΑΜ, Α και ἐϋσχιδής) εύσχιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιδης (< θ. σχίδ τού σχίζω), πρβλ. νεο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοσχιδής — μεσοσχιδής, ές (Α) αυτός που είναι σχισμένος στη μέση, στα δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • νεοσχιδής — νεοσχιδής, ές (Α) αυτός που σχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σχιδής (< σχίδος < θ. σχιδ τού σχίζω), πρβλ. ακρο σχιδής, πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μονοσχιδής — μονοσχιδής, ές (Α) (για σύριγγα) αυτός που έχει μόνο μία σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • μυριοσχιδής — μυριοσχιδής, ές (Μ) αυτός που σχίζεται σε πάρα πολλά μέρη, που έχει αναρίθμητες υποδιαιρέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • πολυσχιδής — ές, ΝΜΑ και πολυσχεδής, ές, ΜΑ και πολύσχιδος, ον, Α 1. σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά μέρη 2. (κυρίως για τα κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις νεοελλ. 1. αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία («πολυσχιδής δράση») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πτεροσχιδής — ές, Ν βοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει παράλληλες εντομές και από την μια και από την άλλη μεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. πολυ σχιδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θ. Γ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek

  • στενοσχιδής — ές, Ν 1. αυτός που έχει στενή σχισμή 2. αυτός που είναι κομμένος με στενές σχισμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. πολυ σχιδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • τετρασχιδής — ές, Α (μόνο στο επίρρ.) τετρασχιδῶς τετραπλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • τρισχιδής — ές, ΝΜΑ σχισμένος στα τρία, διαιρεμένος στα τρία νεοελλ. φρ. «τρισχιδές νεφέλωμα» αστρον. λαμπρό, διάχυτο νεφέλωμα, που βρίσκεται μέσα στα όρια τού αστερισμού τού Τοξότη, που απέχει από τη Γη μερικές χιλιάδες έτη φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”