- πολυ-σφάραγος
πολυ-σφάραγος, = πολυσμάραγος, λαιμοί, Opp. Cyn. 4, 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σφάραγος, = πολυσμάραγος, λαιμοί, Opp. Cyn. 4, 445.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσφάραγος — ον, ΜΑ πολυσμάραγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τσυρίζω, τρίζω», πρβλ. βαρυ σφάραγος] … Dictionary of Greek