- πολυ-σφράγιστος
πολυ-σφράγιστος, viel od. wohl versiegelt, Sp.; in poet. ion. Form πολυσφρήγιστος, Nonn. D. 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σφράγιστος, viel od. wohl versiegelt, Sp.; in poet. ion. Form πολυσφρήγιστος, Nonn. D. 4, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσφράγιστος — ον, ΜΑ, ιων. τ. πολυσφρήγιστος, ον Α αυτός που έχει σφραγιστεί με πολλές σφραγίδες αυτός δηλ. που έχει ασφαλιστεί καλά («θαλάμοιο πολυσφρήγιστον ὀχῆα», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφραγιστός (< σφραγίζω)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek