- πολυ-στένακτος
πολυ-στένακτος, seufzerreich; βίος, Ep. ad. 531 (VII, 155); Luc. Trag. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-στένακτος, seufzerreich; βίος, Ep. ad. 531 (VII, 155); Luc. Trag. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλοστένακτος — μεγαλοστένακτος, ον (Α) αυτός για τον οποίο στενάζει κάποιος πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στενακτος (< στενάζω), πρβλ. πολυ στένακτος] … Dictionary of Greek