πολυ-στεφής

πολυ-στεφής

πολυ-στεφής, ές, = Vorigem; Aesch. Eum. 39; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer, Soph. O. R. 83; sp. D., wie Nic. Ther. 378. 490.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομοστεφής — ὁμοστεφής, ές (Μ) 1. αυτός που έχει στο κεφάλι του ίδιο στέμμα 2. συνεκδ. αυτός που έχει ίδια κόμη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στεφής (< στέφος < στέφω), πρβλ. πολυ στεφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυστεφής — ές, ΜΑ μσν. αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια 2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.) 3. αυτός που έχει συστραφεί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”