- πολυ-σπερχής
πολυ-σπερχής, ές, sehr eilend, eifrig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-σπερχής, ές, sehr eilend, eifrig, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυσπερχής — ές, Μ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερχής (< σπέρχομαι «σπεύδω, βιάζομαι»)] … Dictionary of Greek
περισπερχής — ές, Α 1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπερχής (< *σπέρχος < σπέρχω, ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»),… … Dictionary of Greek